- ανέλπιδος
- -η, -ο1. ο χωρίς ελπίδα, εκείνος που δεν ελπίζει πια2. αυτός που δεν δίνει ελπίδα, απελπιστικός3. ανέλπιστος, απροσδόκητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανέλπιδος, -η — ο αυτός που δεν έχει ή δε δίνει ελπίδα, απελπιστικός: Ήταν ανέλπιδος πια πως θα γινόταν καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνέλπιδος — ἄνελπις without hope fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)